τέγους

τέγους
τέγος
roof
neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • PROSTIBULUM, a PROSTANDO — quae venalem pudorem habet: alias prostituta, locô Suetonii mox citandô: Graece ἀπὸ τέγους πόρνη. Epist. apocr. Idremiae, Δώσουσι δὲ ἀπ᾿ αὑτῶν καὶ ταῖς ἐπὶ τοῦ τέγους πόρναις. Τ´εγος enim seu ςτέγος, alias κλισία, cesta meretricia est, οἴκημα… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τέγος — εος και ους, τὸ, ΜΑ πορνείο (α. «πάνδημοι ἐργασίαι τέγεος», Ανθ. Παλ. β. «γύναιον ἐκ δημοσίου τέγους», Φώτ.) αρχ. 1. στέγη («τέγος τοῡ οἰκήματος», Θουκ.) 2. συνεκδ. στεγασμένος χώρος, δωμάτιο, οίκημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στεγ τού στέγω* (< ΙΕ… …   Dictionary of Greek

  • τρισμακάριος — ία, ον, ΜΑ [τρισμάκαρ] τρεις φορές μακάριος, τρισευλογημένος («χελῶναι τρισμακάριαι τού τέγους», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ / τρι * + μακάριος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”